logo
  • Νίνα Μαρκουτσάκη MD,MSc
    Γαστρεντερολόγος - Επεμβατικός Ενδοσκόπος,
    Εξειδίκευση στην Ογκολογία του Πεπτικού,
    Diplôme Inter Universitaire (DIU) de Cancérologie Digestive – Ile-de- France

Οι ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου (ΙΦΝΕ) αποτελούν αυτοάνοσες διαταραχές που περιλαμβάνουν μακροχρόνια φλεγμονή των ιστών στο πεπτικό σύστημα, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε βλάβη του γαστρεντερικού σωλήνα. Οι δυο μορφές φλεγμονωδών παθήσεων του εντέρου είναι η ελκώδης κολίτιδα και η νόσος του Crohn. Η ελκώδης κολίτιδα προκαλεί χρόνια φλεγμονή και ανάπτυξη ελκών, δηλαδή πληγών, στο βλεννογόνο μόνο του παχέος εντέρου,ενώ η νόσος του Crohn οδηγεί σε φλεγμονή του βλεννογόνου που επενδύει ολόκληρο το πεπτικό σύστημα.

Ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις νόσοι εντέρου: Αίτια

Όπως προδιαθέτει ο όρος ιδιοπαθείς, η ακριβής αιτιολογία των δύο αυτών παθήσεων δεν είναι γνωστή. Θεωρείται πως η εκδήλωση χρόνιας φλεγμονής συνδέεται με την αλληλεπίδραση γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Γενετικοί παράγοντες σε συνδυασμό με άλλες παραμέτρους όπως η λοίμωξη από ιούς ή βακτήρια, το κάπνισμα, η λήψη αντιρευματικών φαρμάκων, η κατανάλωση τροφών που περιέχουν συντηρητικά, η αλλαγή στις διατροφικές συνήθειες, το άγχος, καθώς και η ελλιπής ή και λανθασμένη αντίδραση του ανοσολογικού συστήματος του οργανισμού μπορεί να οδηγήσουν στην εμφάνιση των παθήσεων αυτών.

Συμπτώματα ΙΦΝΕ

Η ελκώδης κολίτιδα εκδηλώνεται με φλεγμονή και πληγές (έλκη) κατά μήκος του βλεννογόνου που καλύπτει το παχύ έντερο. Η νόσος του Crohn χαρακτηρίζεται από φλεγμονή της επένδυσης του πεπτικού συστήματος, η οποία συχνά μπορεί να περιλαμβάνει και τα βαθύτερα στρώματα του πεπτικού σωλήνα. Η νόσος του Crohn προσβάλλει συχνότερα το λεπτό έντερο. Ωστόσο, μπορεί επίσης να επηρεάσει το παχύ έντερο και όχι συχνά, τον ανώτερο γαστρεντερικό σωλήνα. Τόσο η ελκώδης κολίτιδα όσο και η νόσος του Crohn συνήθως εκδηλώνονται με συμπτώματα όπως πόνος στην κοιλιά, διαρροϊκή συνδρομή, κόπωση, καταβολή, απώλεια όρεξης, πυρετό, παρουσία αίματος και βλέννας στα κόπρανα, αίσθημα ατελούς κένωσης, έντονη και επαναλαμβανόμενη τάση για κένωση (τεινεσμός). Μερικοί ασθενείς παρουσιάζουν ναυτία ή εμετό. Παράλληλα, μπορεί να εκδηλωθούν συμπτώματα και σε άλλα σημεία του σώματος, όπως άφθες στο στόμα, αρθρίτιδα, ερύθημα και γαγγραινώδες πυόδερμα, φλεγμονή των οφθαλμών, παθήσεις του ήπατος, οστεοπόρωση και κυψελιδίτιδα ή ίνωση. Οι παθήσεις αυτές μπορεί να οδηγήσουν στην εκδήλωση συμπτωμάτων στην περιοχή του πρωκτού, όπως το σχηματισμό συριγγίων και αποστημάτων. Βασικό χαρακτηριστικό των φλεγμονωδών νόσων του εντέρου είναι οι εξάρσεις και οι υφέσεις των συμπτωμάτων.

Διάγνωση ιδιοπαθών φλεγμονωδών νόσων εντέρου

Βασικές παράμετροι για τη διάγνωση των ΙΦΝΕ, αποτελούν η λήψη ενός πλήρους ιατρικού ιστορικού και η λεπτομερής κλινική εξέταση. Έπειτα, διενεργούνται πρόσθετες εξετάσεις όπως ο βασικός αιματολογικός έλεγχος και η καλπροτεκτίνη κοπράνων, η οποία συνδράμει στην ανάδειξη φλεγμονής του γαστρεντερικού. Οι ενδοσκοπικές διαγνωστικές εξετάσεις αποτελούν κυρίαρχα διαγνωστικά εργαλεία, ενώ η λήψη βιοψιών θέτει και την ασφαλή διάγνωση των ΙΦΝΕ. Η ανώδυνη, υψηλής ευκρίνειας κολονοσκόπηση, η γαστροσκόπηση, η χρωμοενδοσκόπηση, η ενδοσκοπική κάψουλα αλλά και πρόσθετες απεικονιστικές εξετάσεις όπως η μαγνητική και η αξονική εντερογραφία και ο υπέρηχος του εντέρου, στα χέρια ενός έμπειρου γαστρεντερολόγου, μπορούν να προσφέρουν εξαιρετική ακρίβεια στη διάγνωση.Η κολονοσκόπηση και η γαστροσκόπηση, μπορούν να προσφέρουν χρήσιμες διαγνωστικές πληροφορίες για την ακριβή εντόπιση όσο και τη βαρύτητα της νόσου.

Θεραπεία ΙΦΝΕ

Οι ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις νόσοι εντέρου αντιμετωπίζονται σε πρώτο στάδιο με τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής και την προσαρμογή των διατροφικών συνηθειών. Τα φάρμακα που χορηγούνται για τη θεραπεία των συγκεκριμένων παθήσεων είναι τα κορτικοστεροειδή, ορισμένα αντιβιοτικά, κάποια παράγωγα της ασπιρίνης, τα ανοσοκατασταλτικά, αλλά βιολογικοί παράγοντες. Τα φάρμακα αυτά αποσκοπούν στον περιορισμό της φλεγμονής στο γαστρεντερικό σωλήνα. Σε περίπτωση αποτυχίας της συντηρητικής αγωγής, ή εάν ο ασθενής παρουσιάζει σοβαρές επιπλοκές όπως διάτρηση ή απόφραξη του εντέρου ή τοξικό μεγάκολο, συνιστάται χειρουργική επέμβαση.